- κεγχροειδής
- κεγχρο-ειδής, ές,A like grains of millet, ἱδρῶτες interpol.in Hp.Prog.6; κ. τραχύσματα granulated work on silver cups, Ath.11.475b. Adv. -
δῶς Steph.in Hp.1.114
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δῶς Steph.in Hp.1.114
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεγχροειδής — ές (Α κεγχροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού νεοελλ. φρ. ιατρ. «κεγχροειδής φυματίωση» οξεία γενικευμένη μορφή φυματίωσης που οφείλεται σε διασπορά τού βακίλλου τής νόσου με την κυκλοφορία τού αίματος αρχ. φρ. «κεγχροειδῆ… … Dictionary of Greek
κεγχροειδῆ — κεγχροειδής like grains of millet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεγχροειδής like grains of millet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεγχροειδής like grains of millet masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδές — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem voc sg κεγχροειδής like grains of millet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδοῦς — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδέες — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδῶν — κεγχροειδής like grains of millet masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχροειδῶς — κεγχροειδής like grains of millet adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek